- τσαλαβούτημα
- το шлёпание, хождение по грязи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσαλαβούτημα — το, Ν [τσαλαβουτώ] 1. το να τσαλαβουτά κανείς 2. (γενικά) τσαπατσουλιά … Dictionary of Greek
τσαλαβούτημα — το, ατος 1. το να τσαλαβουτά κανείς, το απρόσεχτο βάδισμα στις λάσπες. 2. μτφ., κάθε ακατάστατη πράξη, τσαπατσουλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατσούρισμα — και πλατσάρισμα, το, Ν [πλατσουρίζω] (κυρίως σχετικά με τα μικρά παιδιά) το βούτηγμα και τα παιχνίδια με τα νερά, και κυρίως τα λασπόνερα, το τσαλαβούτημα … Dictionary of Greek